Το κενό παραγωγής που έχουν δημιουργήσει στην Ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια τα προβλήματά της, σπεύδουν να εκμεταλλευτούν οι Τούρκοι, που πλαγιοκοπούν παραδοσιακές αγορές για τα Ελληνικά ιχθυηρά αλλά και νέες. Μάλιστα η πτώση της τουρκικής λίρας μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα έχει ευνοήσει τις εξαγωγές τους.
Στον αντίποδα οι Ελληνικές επιχειρήσεις εγκλωβισμένες στις χρόνιες παθογένειες του κλάδου (υπερχρέωση, κακοδιαχείριση, έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού και ζωνών εκμετάλλευσης κτλ) αλλά και σε αδιέξοδα λόγω της αδυναμίας των Τραπεζών να διαχειριστούν τα δάνειά τους βλέπουν τον ανταγωνισμό από ανατολάς να φουντώνει, ειδικά στην τσιπούρα και τα λαβράκι, χωρίς να μπορούν να αξιοποιήσουν το καλό brand που όλα αυτά τα χρόνια είχαν κατακτήσει.
 
Είναι ενδεικτικό ότι σε δελτίο που εξέδωσε προ ημερών ο Σύνδεσμος Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργητών (ΣΕΘ) σημειώνει πως «η Τουρκία με αυξημένη παραγωγή και επιθετική εμπορική πολιτική παραμένει ο κύριος ανταγωνιστής της Ελλάδας.»
 
Με βάση μελέτη του Συνδέσμου το 2015 το 85% της παραγωγής τσιπούρας και λαβρακίου προήλθε από 5 χώρες, την Τουρκία (125.000 τόνοι), την Ελλάδα (110.000 τόνοι), την Ισπανία (37.554 τόνοι), την Αίγυπτο (30.000 τόνοι) και την Ιταλία (13.810 τόνοι). Το υπόλοιπο 15% προέρχεται από χώρες της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου και της Μ. Ανατολής με παραγωγή κάτω των 10.000 τόνων ετησίως. Αξίζει να σημειωθεί πώς το 66% της παραγωγής παγκοσμίως πραγματοποιείται σε 2 χώρες της ανατολικής Μεσογείου, την Ελλάδα και την Τουρκία. Η Ελλάδα παραδοσιακά αποτελούσε την ηγέτιδα δύναμη στην παραγωγή αυτών των ειδών και το 2008 όπου και σημείωσε την ιστορικά υψηλότερη παραγωγή (144.000 τόνοι), αντιπροσώπευε το 59% της παγκόσμιας παραγωγής. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια και λόγω της οικονομικής κρίσης η παραγωγή της κυμαίνεται στους 110.000 – 120.000 τόνους.
 
 Η Τουρκία αντιθέτως την τελευταία δεκαετία έχει αναδειχτεί σε σημαντικό παραγωγό αυξάνοντας συνεχώς την παραγωγή της. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μέσα σε δέκα χρόνια σχεδόν τριπλασίασε την παραγωγή της ξεπερνώντας τους 100.000 τόνους και αντιπροσωπεύοντας πλέον το 35% του όγκου παραγωγής σε διεθνές επίπεδο
 
H κατανάλωση βέβαια των αλιευτικών προϊόντων στην Ε.Ε. ξεπερνάει κατά πολύ την αντίστοιχη προσφορά με αποτέλεσμα η Ε.Ε. να είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας. Η αξία των εισαγωγών από τρίτες χώρες εκτιμάται το 2014 σύμφωνα με τον FAO σε 22,4 δισ. ευρώ ή 43,2 δισ. ευρώ αν λάβουμε υπόψη και το ενδοκοινοτικό εμπόριο.
 
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Μεταποιητών και Εμπόρων αλιευτικών προϊόντων, το μέγεθος της ευρωπαϊκής αγοράς ανήλθε το 2015 σε 14,2 εκ. τόνους, όπου:
•             το 62,9% της ζήτησης καλύπτεται από εισαγωγές (8,9 εκ. τόνοι)
•             το 27,8% της ζήτησης καλύπτεται από την αλιεία (4 εκ. τόνοι)
•             το 9,3% της ζήτησης καλύπτεται από την υδατοκαλλιέργεια (1,28 εκ. τόνοι).
 
Σημειώνεται ότι το 93% των ελληνικών εξαγωγών προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας, διοχετεύεται σε αγορές της Ε.Ε. και μόλις το 7% σε όλες τις άλλες χώρες, με τις συνολικές εξαγωγές του κλάδου να έχουν ξεπεράσει πέρυσι τους 83.000 τόνους, εκτιμώμενης αξίας άνω των 433 εκατ. ευρώ. Σε σχέση με το 2015 οι ελληνικές εξαγωγές προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας (τσιπούρα και λαβράκι) ενισχύθηκαν πέρυσι κατά 17%. Πάντως η έλλειψη δυναμισμού του κλάδου (έλλειψη επενδύσεων και ισχυροποίησης εταιριών leader) σε συνδυασμό με την εποχικότητα αναμένεται εν όψει και καλοκαιριού  να πιέσουν περαιτέρω τις τιμές στην Ελλάδα.
 
Γιώργος Αλεξάκης

Διαβάστε περισσότερα από την πηγή: reporter.gr