Γιατί χάνονται τα ψάρια στη Μεσόγειο

Γιατί χάνονται τα ψάρια στη Μεσόγειο
Τα ψάρια που ανεβαίνουν με τα δίχτυα από τις θάλασσές μας είναι όλο και μικρότερα και όλο και λιγότερα Φωτογραφία Χρ. Μαραβέλιας

Αν νομίζετε ότι τα τελευταία χρόνια βλέπετε όλο και λιγότερα ψάρια στις θάλασσές μας δεν κάνετε λάθος. Οι ψαράδες, που γνωρίζουν τα πράγματα από πρώτο χέρι, αλλά και οι επιστήμονες, που τα μελετούν πλέον συστηματικά, θα επιβεβαιώσουν τις υποψίες σας. Σύμφωνα με τις τελευταίες μελέτες ελλήνων ερευνητών τα πιο εμπορικά είδη, αυτά που όλοι προτιμάμε να βλέπουμε στο τραπέζι μας, αλιεύονται στα ευρωπαϊκά νερά της Μεσογείου – και η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση – επάνω από τα όρια που μπορούν να αντέξουν οι πληθυσμοί τους. Παράλληλα η απουσία καλής γνώσης της κατάστασης των αλιευτικών αποθεμάτων και η ελλιπής αστυνόμευση χειροτερεύουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Και όμως, αν μόνο εφαρμόζαμε τα υπάρχοντα μέτρα διαχείρισης θα είχαμε να κερδίσουμε πολλά. Μοιάζει παράδοξο αλλά με τις απαγορεύσεις οι αλιευτικές αποδόσεις θα βελτιώνονταν θεαματικά – μαζί και τα κέρδη των αλιέων.

Πόσα ψάρια ζουν στις θάλασσές μας; Η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα φυσικά δεν είναι απλή ούτε μπορεί ποτέ να είναι απόλυτα ακριβής. Παρ’ όλα αυτά οι επιστήμονες έχουν τρόπους για να εκτιμούν σε ποια κατάσταση βρίσκονται τα αλιευτικά αποθέματα μιας θάλασσας – το πόσο «εύρωστοι», με άλλα λόγια, είναι οι πληθυσμοί των ψαριών που αλιεύονται σε αυτήν και για πόσο καιρό ακόμη μπορούν να συνεχίσουν να φθάνουν στο πιάτο μας. Στη Βόρεια Ευρώπη οι εκτιμήσεις του είδους γίνονται εδώ και πολλές δεκαετίες – σε κάποιες χώρες μάλιστα δεν σταμάτησαν ούτε κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων. Αποτελούν τη βάση για τη χάραξη αλιευτικών πολιτικών και μέτρων διαχείρισης τα οποία όπως αποδεικνύεται δεν είναι μάταια.

Στη Μεσόγειο ωστόσο τα πράγματα είναι διαφορετικά. Παρά το γεγονός ότι στα χαρτιά η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι μία και ακολουθεί μια Κοινή Αλιευτική Πολιτική (ΚΑΠ), ο ευρωπαϊκός Νότος φαίνεται να βρίσκεται πολύ πιο πίσω από τον «αλιευτικά προηγμένο» Βορρά, τόσο όσον αφορά τη γνώση της κατάστασης των αποθεμάτων του όσο και, όπως είναι επόμενο, τη σωστή διαχείρισή τους. Η δε Ελλάδα έρχεται… τελευταία και καταϊδρωμένη: το επιβεβλημένο από τον ευρωπαϊκό κανονισμό εθνικό πρόγραμμα συλλογής αλιευτικών δεδομένων είχε διακοπεί στη χώρα μας για μια πενταετία κοστίζοντας όχι μόνο χρήμα αλλά και σημαντικά κενά στις γνώσεις μας, τα οποία αρχίσαμε μόλις πέρυσι να τρέχουμε για να καλύψουμε. Ολα αυτά με φόντο μια εικόνα η οποία διαγράφεται απογοητευτική: σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τα μεσογειακά αποθέματα – και μαζί με αυτά τα ελληνικά – βρίσκονται σε πτωτική πορεία και θα συνεχίσουν να παίρνουν την κατιούσα αν δεν υιοθετηθούν επειγόντως μέτρα. Μέτρα που, όπως δείχνει το παράδειγμα του Βορρά, αν μελετηθούν σωστά και εφαρμοστούν από όλους μπορούν να αποδώσουν καρπούς – ή μάλλον… ψάρια.
Ανησυχητική η εικόνα στη Μεσόγειο
Η πρώτη συνολική εκτίμηση των τάσεων των αλιευτικών αποθεμάτων της «ευρωπαϊκής» Μεσογείου έγινε μόλις πριν από μερικούς μήνες, από ερευνητές του Ινστιτούτου Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) επιβεβαιώνοντας για πρώτη φορά με συστηματικό τρόπο κάτι που οι επιστήμονες υποπτεύονταν ή γνώριζαν από τις μεμονωμένες μελέτες τους – ότι δηλαδή η κατάσταση είναι μάλλον ανησυχητική. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο η δημοσίευσή της στην επιθεώρηση «Current Biology» προσείλκυσε διεθνώς το ενδιαφέρον, όχι μόνο των επιστημόνων αλλά και των μέσων ενημέρωσης.

«Ως τώρα μιλούσαμε με συναδέλφους από την Ισπανία ή την Ιταλία και λέγαμε για παράδειγμα “o μπακαλιάρος μας πάει χάλια” και αυτοί απαντούσαν “κι ο δικός μας”. Κανένας όμως δεν είχε συνολική εικόνα»
λέει στο «Βήμα» ο Πάρης Βασιλακόπουλος, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο ΕΛΚΕΘΕ και κύριος συγγραφέας της μελέτης. «Εγώ, παραδείγματος χάριν, από τις προσωπικές μου έρευνες γνώριζα τι γίνεται με τα αλιευτικά αποθέματα στο Αιγαίο, όμως δεν ήξερα τι γίνεται στην Ιταλία, στην Ισπανία ή ακόμη και στο Ιόνιο» συμπληρώνει ο Χρήστος Μαραβέλιας, διευθυντής ερευνών στο ΕΛΚΕΘΕ και εκ των επικεφαλής της μελέτης. «Δεν είχαν γίνει μελέτες σε τέτοιο επίπεδο ώστε να μπορέσουμε να έχουμε μια γενική εικόνα για τα ιχθυοαποθέματα στη Μεσόγειο».
Μπακαλιάρος, σαρδέλα, κουτσομούρα, γαύρος
Για να αναδείξουν αυτή τη γενική εικόνα οι έλληνες επιστήμονες προχώρησαν σε μετα-ανάλυση δεδομένων που αφορούσαν 42 μεσογειακά ιχθυοαποθέματα (πληθυσμούς ψαριών) που ανήκαν σε εννέα από τα πλέον εμπορικά είδη (σαρδέλα, γαύρος, κουτσομούρα, μπακαλιάρος, μπαρμπούνι, μαύρη πεσκανδρίτσα, λυθρίνι, γλώσσα, καλκάνι) για μια περίοδο είκοσι ετών. Συγκεκριμένα, ανέλυσαν τις σχετικές εκτιμήσεις που έχει δώσει για κάθε ιχθυοαπόθεμα στη Μεσόγειο η Επιστημονική, Τεχνική και Οικονομική Επιτροπή Αλιείας (ΕΤΟΕΑ – Scientific Technical Economic Fisheries Commission ή STEFC) της Ευρωπαϊκής Ενωσης από το 1990 ως το 2010. Τα αποτελέσματά τους έδειξαν ότι στα ιχθυοαποθέματα που εξετάστηκαν ο ρυθμός εκμετάλλευσης – η λεγόμενη «αλιευτική θνησιμότητα» – αυξάνεται συνεχώς την τελευταία δεκαετία ενώ παράλληλα τα ψάρια αλιεύονται σε όλο και μικρότερο μέγεθος, κάτι το οποίο σημαίνει ότι όλο και περισσότερα ψάρια δεν προλαβαίνουν να αναπαραχθούν ώστε να διατηρήσουν το μέγεθος του αλιευόμενου αποθέματος. Ως αποτέλεσμα, τα ιχθυοαποθέματα της Μεσογείου συρρικνώνονται.
Η αλιευτική πίεση, όπως φάνηκε, άρχισε να εντείνεται από το 1996 και μετά, οπότε τα αποθέματα άρχισαν να αλιεύονται κατά μέσο όρο σε επίπεδα 3-5 φορές μεγαλύτερα από αυτά που οι επιστήμονες αναγνωρίζουν ως «βιώσιμα». Αν και ορισμένα από τα 42 ιχθυοαποθέματα παρέμειναν για κάποια χρόνια μέσα σε «βιώσιμα» επίπεδα, το 2010 για πρώτη φορά η εκμετάλλευση υπερέβη τα όρια βιωσιμότητας σε όλα ανεξαιρέτως τα αποθέματα που εξετάστηκαν. Τη μεγαλύτερη πίεση φάνηκε να δέχεται ο μπακαλιάρος (η εκμετάλλευσή του από το 1996 και μετά ήταν κατά μέσο όρο 7,4-11,6 φορές πάνω από τα όριο βιωσιμότητας ενώ σε ορισμένες περιοχές έφθασε και τις 19,2 φορές πάνω) και τη μικρότερη η σαρδέλα, χωρίς όμως αυτό να εξασφαλίζει τη βιωσιμότητά της – και εδώ παρατηρήθηκε υπερεκμετάλλευση, απλώς αυτή βρισκόταν πιο κοντά στο «επιτρεπτό» όριο. Οσον αφορά τα ελληνικά αποθέματα οι ερευνητές εξέτασαν τέσσερα – μπακαλιάρος, κουτσομούρα, σαρδέλα και γαύρος – και για την περίοδο ως το 2008, οπότε και υπήρχαν διαθέσιμα δεδομένα. Οπως στην υπόλοιπη Μεσόγειο και εδώ η τάση εμφανίστηκε πτωτική, επιβεβαιώνοντας παλαιότερα αποτελέσματα.
Ξιφίας και τόνος
Εκτός από τα παραπάνω, ιδιαίτερα εμπορικά είδη είναι επίσης τα μεγάλα πελαγικά ψάρια, όπως ο ξιφίας και ο κόκκινος τόνος. Τα είδη αυτά μετακινούνται κατά τη διάρκεια της ζωής τους σε μεγάλες αποστάσεις καλύπτοντας ολόκληρη τη Μεσόγειο και φθάνοντας ακόμη και στον Ατλαντικό. Οι ερευνητές δεν τα συμπεριέλαβαν στην προαναφερθείσα μελέτη τους γιατί τα αποθέματά τους θεωρούνται «διεθνή» και η εκτίμηση της κατάστασής τους γίνεται από τη Διεθνή Επιτροπή για τη Διατήρηση των Τονοειδών (ICCAT). Η τελευταία εκτίμηση της ICCAT έγινε τον περασμένο Οκτώβριο και είναι σχετικά ενθαρρυντική για τον κόκκινο τόνο αλλά καθόλου για τον ξιφία: τα αποθέματα ξιφία, τα οποία ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τη χώρα μας, αφού η Ελλάδα, η Ιταλία, το Μαρόκο και η Ισπανία είναι οι κύριοι παραγωγοί ξιφία στη Μεσόγειο, φαίνονται μεν να παραμένουν σταθερά αλλά σε χαμηλά επίπεδα.

«Η κατάσταση του μεσογειακού αποθέματος ξιφία εμφανίζεται σταθερή την τελευταία 15ετία όσον αφορά το μέγεθος του αποθέματος, το οποίο όμως είναι σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από εκείνα των δεκαετιών του 1980 και του 1990»
μας λέει ο Γιώργος Τσερπές, διευθυντής ερευνών στο ΕΛΚΕΘΕ, ο οποίος είναι επίσης συντονιστής της ερευνητικής ομάδας της ICCAT που ασχολείται με το μεσογειακό απόθεμα ξιφία. «Γενικά το απόθεμα θεωρείται υπερεκμεταλλευμένο και έχουν ληφθεί μια σειρά διαχειριστικά μέτρα ώστε να επιτευχθεί η ανάκαμψή του».
Από την άλλη πλευρά ο κόκκινος τόνος, ο οποίος είναι περιζήτητος και «πιάνει» υψηλές τιμές ιδιαίτερα στην ιαπωνική αγορά, φαίνεται να αποτελεί ένα παράδειγμα επιτυχημένης διαχείρισης. Πριν από δέκα χρόνια, εξαιτίας της μεγάλης αλιευτικής πίεσης, το κοινό απόθεμα Μεσογείου – Ανατολικού Ατλαντικού είχε πέσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Οπως όμως αναφέρει ο κ. Τσερπές, «η λήψη δραστικών μέτρων την τελευταία δεκαετία οδήγησε στην ανάκαμψη του αποθέματος και πλέον θεωρείται ότι βρίσκεται σε υγιή επίπεδα».
Παράλληλα με τα χαρμόσυνα νέα για τον τόνο τα πράγματα φαίνονται επίσης ενθαρρυντικά για τα ψάρια της Βόρειας Ευρώπης. Μια μελέτη που έγινε τον περασμένο χρόνο διαπίστωσε ότι την τελευταία δεκαετία, με την εφαρμογή της κοινής αλιευτικής πολιτικής, τα ιχθυοαποθέματα των βόρειων θαλασσών της Ευρωπαϊκής Ενωσης δέχονται μικρότερη πίεση και, αν και κάποια παραμένουν σε «επικίνδυνα» για τη βιωσιμότητά τους όρια, έχουν αρχίσει να εμφανίζουν σημάδια ανάκαμψης.
Γιατί οι βόρειοι τα καταφέρνουν;
Γιατί τα διεθνή και τα βόρεια ευρωπαϊκά αποθέματα φαίνονται, αν όχι να ανακάμπτουν πλήρως, τουλάχιστον να έχουν μπει σε έναν «ανοδικό» δρόμο ενώ τα μεσογειακά – και μαζί με αυτά και τα ελληνικά – ακολουθούν φθίνουσα πορεία; Ενα μεγάλο πλεονέκτημα της Βόρειας Ευρώπης είναι σύμφωνα με τους ερευνητές η μακρά «παράδοσή» της στη συστηματική εκτίμηση των αποθεμάτων της: «Για να εφαρμόσεις διαχειριστικά μέτρα που αποδίδουν πρέπει να ξέρεις σε τι κατάσταση βρίσκονται τα αποθέματά σου» εξηγεί ο κ. Τσερπές «Οταν είσαι στο άγνωστο παίρνεις κάποια μέτρα αλλά δεν έχεις εκτιμήσεις για το τι μπορούν να σου αποδώσουν. Στον Ατλαντικό ξέρουν πολύ περισσότερα πράγματα για τα αποθέματά τους».
Επίσης επειδή το «μοντέλο» της αλιευτικής εκμετάλλευσης είναι διαφορετικό στις βόρειες θάλασσες από ό,τι στις δικές μας, τα μέτρα που εφαρμόζονται είναι διαφορετικά. Στον Βορρά, όπου η αλιεία είναι βιομηχανική, προτιμώνται οι ποσοστώσεις, οι περιορισμοί δηλαδή στις ποσότητες που αλιεύονται. Στη Μεσόγειο ωστόσο η αλιεία είναι πολυειδική και γίνεται με πολλά διαχειριστικά εργαλεία: υπάρχει μεγάλη βιοποικιλότητα με αποτέλεσμα να αλιεύονται πολλά και διαφορετικά είδη ταυτόχρονα και οι αλιείς ψαρεύουν με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Παράλληλα τα ψάρια διατίθενται σε πολλά και διαφορετικά μέρη. Εδώ οι ποσοστώσεις δεν είναι η ιδανική λύση και προτιμώνται οι περιορισμοί στις περιόδους και στα βάθη που μπορούν να ψαρεύουν οι αλιείς καθώς και στα εργαλεία που χρησιμοποιούνται – για παράδειγμα στην Ελλάδα οι μηχανότρατες «κλείνουν» για κάποιους μήνες το καλοκαίρι και τα γρι-γρι τον χειμώνα ενώ το ψάρεμα με μηχανότρατα και γρι-γρι, βάσει ευρωπαϊκού κανονισμού, επιτρέπεται σε βάθη μεγαλύτερα από τα 50 μέτρα.
Αδυναμία ελέγχου
Το μεγαλύτερο πρόβλημα στα μεσογειακά νερά φαίνεται ωστόσο να είναι η μη εφαρμογή των μέτρων. Και αυτό όχι επειδή οι αλιείς της Μεσογείου είναι εκ φύσεως περισσότερο «παραβατικοί» από τους βορειοευρωπαίους συναδέλφους τους: αν και πολλοί τείνουν να τη θεωρούν «νότιο» ή και ελληνικό «δαιμόνιο», η τάση προς την «παρανομία» είναι οικουμενικό αλιευτικό φαινόμενο. «Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης πάντα θα υπάρχουν ψαράδες που αν μπορούν να παρακάμψουν τους κανονισμούς για να αυξήσουν την ψαριά τους θα τα κάνουν – π.χ. αν τους δοθεί η ευκαιρία θα κλείσουν το VMS, τη συσκευή που υπάρχει υποχρεωτικά στα επαγγελματικά αλιευτικά σκάφη και παρακολουθεί σε ποιο σημείο ψαρεύουν» λέει ο κ. Μαραβέλιας. Στη Βόρεια Ευρώπη όμως κάτι τέτοιο είναι πιο δύσκολο γιατί υπάρχει συνεχής και συστηματικός έλεγχος ενώ στη Μεσόγειο τα πράγματα είναι πιο «χαλαρά» και στην Ελλάδα ακόμη χαλαρότερα αφού, πέραν των αδυναμιών του συστήματος, οι συνθήκες είναι ιδιαίτερα απαιτητικές εξαιτίας της «πλούσιας» ακτογραμμής μας. «Το μεγάλο μήκος των ακτών καθιστά την αστυνόμευση προβληματική» λέει στο «Βήμα» ο Κώστας Στεργίου, καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και διευθυντής του Ινστιτούτου Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων του ΕΛΚΕΘΕ, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη για τα μεσογειακά αποθέματα. «Αν έχεις δεκαεπτά, δεκαοκτώ χιλιάδες χιλιόμετρα δεν μπορείς να παρακολουθήσεις όπως όταν έχεις χίλια χιλιόμετρα. Στην Ελλάδα η αστυνόμευση είναι πολύ δύσκολη και επιπλέον η επέκτασή της σε όλη την ακτογραμμή κοστίζει πολύ. Ισως θα πρέπει να βρεθούν κάποιοι άλλοι τρόποι αστυνόμευσης».
Η ελλιπής αστυνόμευση οδηγεί, όπως είναι επόμενο, σε μια νοοτροπία τού «γιατί να μην ψαρέψω αφού αν δεν το κάνω θα το κάνει κάποιος άλλος» με αποτέλεσμα η εκμετάλλευση να εντείνεται. Η κατάσταση επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο με την ερασιτεχνική αλιεία για την οποία πλέον δεν απαιτείται άδεια με αποτέλεσμα οποιοσδήποτε έχει ή νοικιάζει ένα σκάφος, ακόμη και αναψυχής, να μπορεί να ψαρεύει οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Με την οικονομική κρίση οι ερασιτέχνες ψαράδες που πωλούν την ψαριά τους σε εστιατόρια ή σε ιδιώτες έχουν αυξηθεί. Οι φήμες μιλούν για 400.000 ερασιτεχνικά αλιευτικά σκάφη, οι αριθμοί είναι όμως αδύνατον να ελεγχθούν. «Η παράνομη ερασιτεχνική αλιεία φαίνεται ότι είναι ένα τεράστιο πρόβλημα» λέει ο κ. Τσερπές. «Ουσιαστικά η ερασιτεχνική αλιεία γενικότερα δεν έχει ποσοτικοποιηθεί ποτέ, κανένας δεν ξέρει πόσοι είναι οι ερασιτέχνες ψαράδες και τα πράγματα έγιναν χειρότερα με την κατάργηση των αδειών και την απελευθέρωση της ερασιτεχνικής αλιείας για όλα τα σκάφη αναψυχής. Τώρα ψαρεύει όποιος θέλει, και αν και υπάρχουν περιορισμοί όσον αφορά τον τύπο των εργαλείων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και την ποσότητα των αλιευμάτων, η αστυνόμευση είναι πολύ δύσκολη δεδομένου του μεγέθους της ελληνικής ακτογραμμής».
Ψάρια λιγότερα και μικρότερα
Ο συνδυασμός όλων των παραπάνω προβλημάτων οδηγεί, όπως φαίνεται, εδώ και πολλά χρόνια σε συνεχή μείωση των ελληνικών αλιευτικών αποθεμάτων. Αν και ακόμη, εξαιτίας της διακοπής του εθνικού προγράμματος συλλογής δεδομένων, δεν υπάρχουν οι απαραίτητες επιστημονικές εκτιμήσεις, οι ψαράδες το βιώνουν καθημερινά βλέποντας τις ψαριές τους. «Τα ψάρια που πιάνουν είναι λιγότερα και μικρότερα ενώ ο “αφανισμός” των μεγάλων θηρευτών στα ελληνικά νερά έχει οδηγήσει σε αύξηση των καβουριών, φαινόμενο ιδιαίτερα έντονο στον Θερμαϊκό» αναφέρει ο κ. Μαραβέλιας. Τα δίχτυα που ανεβαίνουν στις μηχανότρατες εκτός από πλαστικά μπουκάλια, τενεκεδάκια και πάσης φύσεως σκουπίδια – σε μια περίπτωση ακόμη και ένα πλυντήριο ρούχων, όπως μας λένε οι ερευνητές – περιλαμβάνουν ολοένα και περισσότερα καβούρια σε σχέση με ψάρια.
Το ότι «κάτι πρέπει να γίνει» είναι πλέον αποδεκτό από όλους. Δεδομένης της απουσίας ελέγχου και της ελλιπούς γνώσης της κατάστασης των ιχθυοαποθεμάτων μας οι ειδικοί δεν μιλούν ωστόσο προς το παρόν για την υιοθέτηση νέων διαχειριστικών μέτρων. «Το πρώτο που πρέπει αυτή τη στιγμή να γίνει είναι να εφαρμοστούν τα υπάρχοντα μέτρα και να μη γίνονται εξαιρέσεις» λέει ο κ. Τσερπές. Η «συμμόρφωση» στους υπάρχοντες κανόνες δεν θα ήταν καλή μόνο για τα αποθέματα αλλά και για τους ίδιους τους αλιείς αφού μακροπρόθεσμα έχουν μόνο να κερδίσουν, και μάλιστα πολλά. Μια άλλη καινοτομία των επιστημόνων του ΕΛΚΕΘΕ στη μελέτη τους που δημοσιεύτηκε στο «Current Biology» ήταν ότι υπολόγισαν με μοντέλα πώς θα ήταν μακροπρόθεσμα η κατάσταση των αποθεμάτων και των αλιευτικών αποδόσεων αν οι ψαράδες έπιαναν λιγότερα ψάρια και σε μεγαλύτερο μέγεθος – κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μεγαλώνοντας το «μάτι» που έχουν τα δίχτυα, ή αποφεύγοντας «νηπιοτροφεία» που φιλοξενούν μεγάλες ποσότητες γόνου.
Το μέγεθος μετράει
«Ουσιαστικά υπάρχουν δύο αλιευτικές δυνάμεις που επιδρούν στους πληθυσμούς των ψαριών» εξηγεί ο κ. Βασιλακόπουλος. «Η μία είναι το προφανές, ο ρυθμός εκμετάλλευσης, το πόσα ψάρια πιάνονται κάθε χρόνο, και η δεύτερη είναι η επιλεκτικότητα, δηλαδή το μέγεθος που έχουν τα ψάρια που πιάνονται». Οι επιστήμονες εξέτασαν την επίπτωση των δύο αυτών παραγόντων σε διάφορους συνδυασμούς προσομοιωμένους σε τέσσερα είδη – μπακαλιάρο, κουτσομούρα, σαρδέλα και γαύρο. Αυτή η εξέταση έδειξε ότι η σύλληψη των ψαριών σε μεγαλύτερο μέγεθος θα προσέδιδε θεαματικά οφέλη στην κατάσταση των ιχθυοαποθεμάτων και στις αλιευτικές αποδόσεις, ειδικά στην περίπτωση του μπακαλιάρου και της κουτσομούρας που αργούν περισσότερο να ωριμάσουν αναπαραγωγικά.
Παράλληλα ο κ. Βασιλακόπουλος και ο κ. Μαραβέλιας μελετούν αυτή την περίοδο τις επιπτώσεις που θα είχε στις ετήσιες αλιευτικές αποδόσεις μια ενδεχόμενη παύση της αλιείας των πολύ νεαρών ατόμων μπακαλιάρου. Τα αποτελέσματά τους δείχνουν ότι αρχικά τα κέρδη για τους αλιείς θα μειώνονταν, αλλά μετά θα ήταν περισσότερα από ό,τι πριν. «Με βάση τα οικονομικά στοιχεία που έχουν δηλώσει, με βάση τις εκφορτώσεις και με βάση το πώς είναι ο πληθυσμός η προσομοίωση δείχνει ότι αρχικά ναι μεν τα κέρδη τους θα μειωθούν αλλά ύστερα από δυο χρόνια θα ανέβουν πολύ πιο πάνω και από εκεί που ήταν πριν από την εφαρμογή των μέτρων» αναφέρει ο κ. Μαραβέλιας.
Μια τέτοια πρόταση είναι βέβαιο ότι στην Ελλάδα θα ξεσήκωνε θύελλα αντιδράσεων. Στη Βόρεια Ευρώπη όμως, όπου υπάρχει όχι μόνο καλύτερη γνώση της κατάστασης των αποθεμάτων και εφαρμογή των διαχειριστικών μέτρων αλλά επιπλέον και συνεχής ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των αλιέων, των Αρχών και των επιστημόνων, ανάλογες προτάσεις έχουν γίνει δεκτές χωρίς καν να απαιτηθούν επιδοτήσεις για την περίοδο της «ζημιάς». «Στο εξωτερικό δέχονται προθυμότερα τα μέτρα γιατί υπάρχει επαρκής τεκμηρίωσή τους και ουσιαστικός διάλογος μεταξύ όλων των εμπλεκομένων στην αλιεία» επισημαίνει ο κ. Μαραβέλιας. «Οπότε προτιμούν να έχουν βραχυπρόθεσμα μειωμένο εισόδημα προκειμένου να εξασφαλίσουν περισσότερα κέρδη στο μέλλον».

Πρόγραμμα μετ’ εμποδίων
Πριν από λίγο, περισσότερο από μια δεκαετία, στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής της, η Ευρωπαϊκή Ενωση υποχρέωσε με κανονισμό όλα τα κράτη-μέλη της να παρακολουθούν την κατάσταση των αλιευτικών αποθεμάτων τους συλλέγοντας δεδομένα με ένα κοινό πρωτόκολλο. Το πρόγραμμα συλλογής αλιευτικών δεδομένων ξεκίνησε στη χώρα μας το 2003, με συγχρηματοδότηση κατά 50% από τα ευρωπαϊκά ταμεία. Το 2007 διακόπηκε γιατί δεν χρηματοδοτήθηκε από την ελληνική πλευρά, το 2008 επαναλήφθηκε αλλά το 2009 διακόπηκε ξανά και δεν λειτούργησε τα επόμενα έτη. Υστερα από συνεχείς πιέσεις από την ΕΕ άρχισε ξανά στο τέλος του 2013. Εκτελείται από το Ινστιτούτο Αλιευτικής Ερευνας (ΙΝΑΛΕ), που είναι συντονιστής, και το ΕΛΚΕΘΕ και οι ερευνητές αισιοδοξούν ότι σε έναν χρόνο θα είναι σε θέση να κάνουν τις πρώτες εκτιμήσεις οι οποίες θα μας δώσουν για πρώτη φορά μια εικόνα για το πού βρίσκονται τα ιχθυοαποθέματά μας.
Πώς μετριούνται όμως τα ψάρια στη θάλασσα; «Κατ’ αρχάς γίνονται δύο ερευνητικά ταξίδια» εξηγεί στο «Βήμα» ο Θανάσης Μαχιάς, διευθυντής ερευνών και επικεφαλής του προγράμματος για το ΕΛΚΕΘΕ μαζί με τον Γιώργο Τσερπέ. «Το ένα αφορά τα βενθοπελαγικά ψάρια, δηλαδή αυτά που βρίσκονται κοντά ή επάνω στον βυθό – μπακαλιάρο, κουτσομούρα, μπαρμπούνι, γλώσσες, κ.λπ. – και το άλλο τα μικρά πελαγικά ψάρια – γαύρο, σαρδέλα, σαφρίδια, τα αφρόψαρα που λένε -, που είναι στην επιφάνεια του νερού». Για τα βενθοπελαγικά ψάρια οι επιστήμονες συλλέγουν στοιχεία που τους επιτρέπουν να υπολογίζουν δείκτες αφθονίας, ενώ τα μικρά πελαγικά καταμετρώνται ηχοβολιστικά, με υπερήχους. «Παράλληλα υπάρχει ένα δίκτυο σε όλα τα λιμάνια της χώρας με το οποίο συγκεντρώνουμε δεδομένα για τις πραγματικές εκφορτώσεις ψαριών, όπως και για τα είδη που αλιεύονται» συνεχίζει ο κ. Μαχιάς. «Από αυτά τα δύο δεδομένα, το τι υπάρχει δηλαδή στη θάλασσα και το τι πιάνεται, μπορούμε να υπολογίσουμε ποια είναι η κατάσταση του αποθέματος. Επίσης από το τι πιάνεται κάνουμε και το δημογραφικό προφίλ του κάθε είδους. Γιατί η δημογραφία είναι πολύ σημαντική, κυρίως για τα βενθοπελαγικά ψάρια».

Οπως εξηγεί ο ερευνητής το ΕΛΚΕΘΕ «έτρεχε» από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ορισμένα ευρωπαϊκά προγράμματα συγκεντρώνοντας κάποια στοιχεία, αλλά αποσπασματικά, ενώ για τις προηγούμενες δεκαετίες η εικόνα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Και καθώς πενία τέχνας κατεργάζεται, η έλλειψη δεδομένων και χρημάτων «γέννησε» μια ευρηματική ιδέα. Οι έλληνες επιστήμονες σκέφτηκαν να χρησιμοποιήσουν δορυφορικά δεδομένα (που παρέχονται δωρεάν) προκειμένου να εξαγάγουν συμπεράσματα για τα αποθέματα των μικρών πελαγικών ψαριών από… αέρος. «Οπου είχαμε δεδομένα από ερευνητικά ταξίδια τα συσχετίσαμε με δορυφορικά δεδομένα θερμοκρασίας, αλατότητας, χλωροφύλλης κ.λπ. και κάναμε ένα είδος προβολής αυτού του συστήματος συσχετισμού σε περιοχές για τις οποίες δεν έχουμε δεδομένα». Η προσέγγιση αποδείχθηκε επιτυχής και μάλιστα οδήγησε σε εκπλήξεις: όπως δείχνουν τα στοιχεία, τα οποία βρίσκονται ακόμη υπό έλεγχο, η περίοδος κατά την οποία σταματά η αλιεία του γρι-γρι ίσως να μην είναι η καλύτερη. Η ιδέα είχε επίσης μεγάλη απήχηση και, στο πλαίσιο του προγράμματος, πολλά ευρωπαϊκά κράτη και ιδιαίτερα αυτά της Μεσογείου άρχισαν να συνεργάζονται για τη «δορυφορική παρακολούθηση». Οι ερευνητές του ΕΛΚΕΘΕ προσπαθούν τώρα να την επεκτείνουν και στον βυθό, στα βενθοπελαγικά ψάρια, δημιουργώντας ένα αντίστοιχο σύστημα συσχετισμού όχι πλέον με δορυφορικά αλλά με ωκεανογραφικά δεδομένα.


Ψαριές στα αζήτητα
Πρέπει ή δεν πρέπει να τα πετάμε στη θάλασσα;

Από τον Ιανουάριο του 2015 βάσει ενός νέου κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης που αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία οι ευρωπαίοι ψαράδες καλούνται να «κόψουν» μια συνήθεια αιώνων: υποχρεώνονται να μην πετούν πλέον τα «άχρηστα» ψάρια που πιάνουν πίσω στη θάλασσα αλλά να τα φέρνουν στα λιμάνια και να τα βγάζουν στη στεριά. Οι λεγόμενες «απορρίψεις» αποτελούν μακρά πρακτική στην αλιεία. Σε όλα τα μήκη και τα πλάτη των θαλασσών της Γης οι αλιείς προτού βγουν να ξεφορτώσουν τις ψαριές τους κάνουν διαλογή: τα «καλά» ψάρια παραμένουν στο σκάφος ενώ εκείνα που δεν έχουν εμπορική αξία ρίχνονται ξανά στο νερό. Με την αύξηση του ρυθμού εκμετάλλευσης, τα εξελιγμένα γρι-γρι και τις σύγχρονες μηχανότρατες που «σαρώνουν» τα πάντα από τον βυθό είναι ευνόητο ότι τα «απορριπτόμενα» έχουν αυξηθεί. Οι απόψεις σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις αυτής της πρακτικής είναι αντικρουόμενες, παράλληλα όμως μπορεί να θεωρηθεί και μια αλόγιστη σπατάλη: τα ψάρια που ρίχνονται στη θάλασσα – τα οποία στην πλειονότητά τους είναι ήδη νεκρά – αντιμετωπίζονται ως «σκουπίδια» ενώ θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πιθανή τροφή.
Η λύση που προτείνουν εδώ και δεκαετίες οι επιστήμονες είναι η μείωση της εκμετάλλευσης και η ενίσχυση της επιλεκτικότητας έτσι ώστε οι απορρίψεις να είναι λιγότερες. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όμως αποφάσισε να υιοθετήσει μια διαφορετική προσέγγιση: επέβαλε να συγκεντρώνονται σε ειδικές εγκαταστάσεις στα λιμάνια και να διατίθενται δωρεάν όπου υπάρχουν ανάγκες (π.χ. σε ιδρύματα ή σε αστέγους) απαγορεύοντας ρητώς να αποτελούν με οποιονδήποτε τρόπο αντικείμενο κέρδους.
Αν και θεωρητικά η ιδέα ακούγεται καλή, ο νέος κανονισμός έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, όχι μόνο από τους ψαράδες αλλά και από τους επιστήμονες. Οι ψαράδες διαμαρτύρονται επειδή το νέο μέτρο τούς επιβαρύνει και οι επιστήμονες γιατί δεν θεωρούν ότι προσφέρει οικολογική λύση ενώ δεν έχουν μελετηθεί οι επιπτώσεις που θα έχει στα θαλάσσια οικοσυστήματα. Παράλληλα οι «κακές γλώσσες» υποστηρίζουν ότι ο κανονισμός υιοθετήθηκε ύστερα από έντονες πιέσεις του λόμπι των υδατοκαλλιεργητών – το οποίο είναι πολύ ισχυρότερο από εκείνο των ψαράδων στις Βρυξέλλες – καθώς τα απορριπτόμενα ψάρια τελικά θα παραμένουν στα αζήτητα και κάποια στιγμή θα βρεθεί ένας τρόπος ώστε να καταλήγουν ως φθηνή τροφή στα ιχθυοτροφεία.
Στην Ελλάδα ο κανονισμός θα αρχίσει να ισχύει από τον Ιανουάριο του 2017 για τις μηχανότρατες αφού τα ελληνικά γρι-γρι, για τα οποία θα ίσχυε με το νέο έτος, έχουν εξαιρεθεί. Προς το παρόν ωστόσο δεν φαίνεται να έχει γίνει κάποιος σχεδιασμός για τα νέα δεδομένα. «Οι ψαράδες θα αρχίσουν να ξεφορτώνουν τα απορριπτόμενα στα λιμάνια αλλά οι απαραίτητες εγκαταστάσεις δεν έχουν καν ξεκινήσει. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε όλοι οι εμπλεκόμενοι αναρωτιούνται τι θα γίνουν τόσοι τόνοι ψάρια;» λέει ο Χρήστος Μαραβέλιας επισημαίνοντας ότι μια επιστημονικά και οικολογικά σωστή αντιμετώπιση του προβλήματος των απορρίψεων θα έπρεπε να οδηγεί στη μείωσή τους και όχι απλά στην εκφόρτωσή τους. «Σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι περισσότεροι επιστήμονες έχουν σοβαρές ενστάσεις σε αυτό το μέτρο» συμπληρώνει ο Πάρης Βασιλακόπουλος. «Η απόφαση ελήφθη τελικά χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ανησυχίες των επιστημόνων και των ψαράδων».

Πηγή: Το Βήμα Online