Θα ξεμείνουμε από…ψάρια;
Τελικά κινδυνεύουμε να ξεμείνουμε απο… ψάρια; Το σιγουρο είναι ότι χρόνο με το χρόνο μειώνονται τα ψάρια στις θάλασσες εξαιτίας της υπεραλειίας και της ρύπανσης του περιβάλλοντος . Οι μελέτες δείχνουν μία δραματική συρρίκνωση του αριθμού των μεγάλων ψαριών τις τελευταίες δεκαετίες.
Μια μελέτη τού 2003 στο περιοδικό Nature διαπίστωσε ότι ο αριθμός των μεγάλων ψαριών ανοιχτής θαλάσσης, όπως ο τόνος, ο ξιφίας και το μάρλιν, και των μεγάλων ψαριών τού βυθού, όπως ο μπακαλιάρος και το καλκάνι – είχαν μειωθεί κατά 90% σε σχέση με το 1950.
Σήμερα, η ανθρώπινη όρεξη έχει σχεδόν εξαφανίσει αυτούς τους πληθυσμούς. Δεν προκαλεί έκπληξη ότι τα αποθέματα των μεγάλων ψαριών-θηρευτών συρρικνώνονται ραγδαία όταν κάποιος σκεφτεί το γεγονός ότι ένας τόνος μπορεί να αξίζει εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια στην αγορά της Ιαπωνίας. Οι υψηλές τιμές – τον Ιανουάριο του 2013, ένας τόνος τού Ειρηνικού 240 κιλών πωλήθηκε για 1,7 εκατ. δολάρια σε δημοπρασία στο Τόκιο – κάνουν κερδοφόρα την διαδικασία να χρησιμοποιούνται αεροπλάνα και ελικόπτερα για να σαρώνουν τον ωκεανό από τα ψάρια που απομένουν. Απέναντι σε αυτές τις τεχνολογίες, τα θαλάσσια ζώα δεν έχουν καμία τύχη.
Ούτε είναι τα μεγάλα ψάρια τα μόνα που απειλούνται. Περιοχή μετά από περιοχή, όταν εξαφανίζονται τα μακρόβια αρπακτικά είδη, όπως ο τόνος και ο ξιφίας, οι αλιευτικοί στόλοι προχωρούν σε μικρότερα ψάρια, που τρέφονται με πλαγκτόν, όπως οι σαρδέλες, ο γαύρος και η ρέγκα. Η υπερεκμετάλλευση των μικρότερων ψαριών στερεί τα μεγαλύτερα άγρια ψάρια από ό,τι απομένει για την τροφή τους.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η αύξηση της ζήτησης. Πρόβλημα είναι επίσης και το πώς τα αλιεύουμε. Η σύγχρονη βιομηχανία αλιευτικών στόλων σέρνει πετονιές με χιλιάδες αγκίστρια για πολλά μίλια πίσω από ένα σκάφος, και οι βιομηχανικές μηχανότρατες στην ανοιχτή θάλασσα ποντίζουν δίχτυα σε χιλιάδες μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Κατά την διαδικασία αυτή, πολλά είδη που δεν ενδιαφέρουν τους αλιείς, μπλέκονται ή ψαρεύονται τυχαία. Εκατομμύρια τόνοι εμπορικά μη επιθυμητής θαλάσσιας ζωής σκοτώνεται ή τραυματίζεται σε εμπορικές αλιευτικές δραστηριότητες κάθε χρόνο. Μάλιστα, περίπου το ένα τρίτο όσων βγάζουν οι ψαράδες έξω από τα νερά δεν υπήρχε ποτέ πρόθεση να αλιευθεί. Μερικές από τις πιο καταστροφικές ψαριές πετάνε το 80% με 90% από αυτά που αλιεύονται. Στον Κόλπο του Μεξικού, για παράδειγμα, για κάθε κιλό γαρίδας που έχει αλιευθεί από αλιευτικό σκάφος, πετιούνται πάνω από τρία κιλά θαλάσσιας ζωής.
Καθώς οι ωκεανοί παρακμάζουν και η ζήτηση για τα προϊόντα τους αυξάνεται η ιχθυοκαλλιέργεια αυξάνεται ταχύτερα από ό, τι οποιαδήποτε άλλη μορφή παραγωγής τροφίμων, και σήμερα, η πλειοψηφία των ψαριών στο παγκόσμιο εμπόριο προέρχονται από υδατοκαλλιέργειες. Αν γίνεται σωστά, η ιχθυοκαλλιέργεια μπορεί να είναι περιβαλλοντικά αποδεκτή. Αλλά, ο αντίκτυπος της υδατοκαλλιέργειας ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με τα είδη που εκτρέφονται, τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται, και την τοποθεσία, και αρκετοί ακόμα παράγοντες καθιστούν δύσκολη την υγιή και βιώσιμη παραγωγή. Πολλοί ψάρια στις ιχθυοκαλλιέργειες βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε επεξεργασμένα άγρια ψάρια για τροφή, κάτι που εξαλείφει τα οφέλη τής προστασίας των ψαριών μέσω της ιχθυοκαλλιέργειας. Εκτρεφόμενα ψάρια μπορούν επίσης να διαφύγουν σε ποτάμια και ωκεανούς και θέτουν σε κίνδυνο άγριους πληθυσμούς μεταδίδοντάς τους ασθένειες ή παράσιτα ή ερχόμενα σε ανταγωνισμό με τα αυτόχθονα είδη για λόγους σίτισης και αναπαραγωγής. Οι ιχθυοφάρμες χωρίς δίχτυα μολύνουν επίσης, στέλνοντας απόβλητα των ψαριών, φυτοφάρμακα, αντιβιοτικά, υπολείμματα τροφίμων, ασθένειες και παράσιτα να ρέουν κατευθείαν στα περιβάλλοντα ύδατα.