Η αλιεία, όπως και η γεωργία είναι μια μορφή πρωτογενούς παραγωγής.
Ιστορικά, τα θαλάσσια μαλάκια ήταν μεταξύ των πρώτων ειδών διατροφής του ανθρώπου και ιδιαίτερα οι αχηβάδες, τα μύδια και τα στρείδια. Αυτό αποδείχθηκε από τον εντοπισμό σε πολλές περιοχές σε ολόκληρο τον κόσμο σωρών από αυτά. Οι λόφοι καλούνται και “κόπροι της κουζίνας” (δανέζικος όρος).
Αρχικά τα ψάρια καταναλώνονταν αμέσως μετά την αλίευσή τους.
Αργότερα, από ανάγκη αναπτύχθηκαν τεχνικές για τη διατήρηση των ψαριών με ξήρανση, κάπνισμα, πάστωμα (άλιση) και ζύμωση.
Σταδιακά η ατομική αλιεία αντικαταστάθηκε από συλλογικές προσπάθειες για να καταλήξει σε αλιεία μαζικής παραγωγής. Κατά τον Μεσαίωνα αλιεύτηκε στη Βόρειο Ευρώπη η ρέγγα σε τεράστιες ποσότητες, ενώ άρχισε και η έντονη αλιεία του γάδου (είδος μπακαλιάρου) στην Νέα Γη. Παράλληλα σε έξαρση ήταν και η φαλαινοθηρία.
Η αλιεία άρχισε να μηχανοποιείται κατά τον 19ο αιώνα.
Με την επέκταση της αλιείας σε μη παράκτια νερά και την ανάπτυξη μεθόδων ικανοποιητικής ψύξης, έχει αναπτυχθεί η αλιεία μεγάλων αποστάσεων. Μηχανότρατες από τη Βόρεια Ευρώπη εξόρμησαν στη Μεσόγειο και στη Δυτική Αφρική πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Σήμερα, χώρες όπως η Ρωσία και η Ιαπωνία αλιεύουν σε ολόκληρο την υφήλιο.
Ο παγκόσμιος πληθυσμός ψαράδων ανέρχεται στα 5.500.000 περίπου.
Πηγή: http://wwww.yen.gr